- ἐξήλατος
- ἐξ - ήλατος (ἐλαύνω): beaten out, hammered, Il. 12.295†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
εξήλατος — ἐξήλατος, ον (Α) σφυρηλατημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ηλατος (< ελαύνω, πρβλ. χαλκ ήλατος, χρυσ ήλατος)] … Dictionary of Greek
ἐξήλατος — beaten out masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξήλατον — ἐξήλατος beaten out masc/fem acc sg ἐξήλατος beaten out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)